διαδράσσομαι
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
A seize hold of, ἀλλήλων Plb.1.58.8, Ph.2.328.
Greek (Liddell-Scott)
διαδράσσομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω, (κοιν. ἀδράχνω) τινος Πολύβ. 1. 58, 8.
Spanish (DGE)
agarrarse c. gen. ἀλλήλων Plb.1.58.8, τῶν τοῦ διαφερομένου γεννητικῶν Ph.2.328.
Russian (Dvoretsky)
διαδράσσομαι: атт. διαδράττομαι схватываться, сцепляться (ἀλλήλοις Polyb.).