διχορραγής

Revision as of 15:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)

   A broken in twain, E.HF1008 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐχορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) εἰς δύο τεθραυσμένος, κίων Εὐρ. Η. Μ. 1009.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brisé en deux.
Étymologie: δίχα, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

(δῐχορρᾰγής) -ές partido en dos (κίων) E.Herc.1008.

Greek Monolingual

διχορραγής, -ές (Α)
ο σπασμένος στα δύο.

Greek Monotonic

δῐχορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), σπασμένος, σκασμένος στα δύο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διχορρᾰγής: расколотый надвое (κίων Eur.).

Middle Liddell

adj ῥήγνυμι
broken in twain, Eur.