εὔκλαδος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ον,
A with fine boughs, Quint. Ps.47 (48).3; gloss on εὔκνημος, Sch.Nic.Th.648; on εὔπτορθον, Suid.
German (Pape)
[Seite 1074] Erkl. von εὔπτορθος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκλᾰδος: -ον, ἔχων καλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 648, Σουΐδ. ἐν λ. εὔπτορθος.
Greek Monolingual
εὔκλαδος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλούς και ωραίους κλάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλάδος.