μοριασμός

From LSJ
Revision as of 17:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοριασμός Medium diacritics: μοριασμός Low diacritics: μοριασμός Capitals: ΜΟΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: moriasmós Transliteration B: moriasmos Transliteration C: moriasmos Beta Code: moriasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A dividing into fractional parts, Ptol.Alm.1.10.

Greek (Liddell-Scott)

μοριασμός: ὁ, ἡ εἰς μόρια (κλάσματα) διαίρεσις ἀκεραίου ἀριθμοῦ, Πτολεμ. Μαθημ. 1, 9, σ. 26C.

Greek Monolingual

μοριασμός, ὁ (Α)
διαίρεση ακέραιου αριθμού σε τμήματα, σε κλάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον, μέσω ενός αμάρτυρου μοριάζω].