μονόκλαυτος

Revision as of 17:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

θρῆνος, ὁ, a lament

   A made by one only, A.Th.1069 (anap.).

German (Pape)

[Seite 203] θρῆνος, ὁ, das Klagen des einzeln Weinenden, Aesch. Spt. 1056.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκλαυτος: θρῆνος, ὁ, θρῆνος γινόμενος ὑφ’ ἑνὸς μόνου, Αἰσχύλ. Θήβ. 1064.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pleure ou gémit seul.
Étymologie: μόνος, κλαίω.

Greek Monolingual

μονόκλαυτος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που τον κλαίει μόνο ένας
2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ' ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυτος].

Russian (Dvoretsky)

μονόκλαυτος: (о плаче) раздающийся в одиночестве, одинокий (θρῆνος Aesch.).

Middle Liddell

μονό-κλαυτος θρῆνος, ὁ,
μονό-κλαυτος, θρῆνος, ὁ, a lament by one only, Aesch.