τριταρτημόριον

From LSJ
Revision as of 18:43, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐταρτημόριον Medium diacritics: τριταρτημόριον Low diacritics: τριταρτημόριον Capitals: ΤΡΙΤΑΡΤΗΜΟΡΙΟΝ
Transliteration A: tritartēmórion Transliteration B: tritartēmorion Transliteration C: tritartimorion Beta Code: tritarthmo/rion

English (LSJ)

τό,

   A three quarters of an obol, Poll.9.65.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐταρτημόριον: τό, = τρία τεταρτημόρια, «οἱ δ’ ἓξ (χαλκοῖ) τριτημόριον, ὅτι τὰ τρία μέρη ἐστὶ τοῦ ὀβολοῦ· οἱ δὲ καὶ τριταρτημόριον αὐτοὺς ὠνόμαζον ὡς τρία τεταρτημόρια ἔχοντας» Πολυδ. Θ΄, 65.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τμήμα που αποτελεί τα τρία τέταρτα του συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + τεταρτημόριον με απλολογία].