περιάμφοδος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
ον,
A having a way all round it, of a detached house or block of houses, Hsch. s.v. διάλαυρος.
German (Pape)
[Seite 568] von allen Seiten zu umgehen, bes. von freistehenden großen Gebäuden od. ganzen Straßenvierteln, insula der Lateiner, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιάμφοδος: -ον, Ἡσύχ. ἐν λ. διάλαυρος: «διάλαυρος· οἰκία μεγάλη πανταχόθεν λαύραις διειλημμένη, ἡ λεγομένη περιάμφοδος».
Greek Monolingual
-ον, Α
(για οικοδομές ή μεγάλα τμήματα πόλης) αυτός που έχει δρόμους προς όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄμφοδος «οδός, δρόμος»].