ἀνεμόπους
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
ουν, gen. οδος,
A with feet swift as the wind, EM20.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόπους: ουν, γεν. -οδος, ἔχων πόδας ταχεῖς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἐτυμολ. Μ. 20. 6: - οὕτως, ἀνεμόπτερος, ον, Μανασσ. Χρον. 3652.
Spanish (DGE)
-ουν
• Morfología: [gen. -οδος]
que tiene pies rápidos como el viento, EM 298.