ὑδροκιρσοκήλη

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροκιρσοκήλη Medium diacritics: ὑδροκιρσοκήλη Low diacritics: υδροκιρσοκήλη Capitals: ΥΔΡΟΚΙΡΣΟΚΗΛΗ
Transliteration A: hydrokirsokḗlē Transliteration B: hydrokirsokēlē Transliteration C: ydrokirsokili Beta Code: u(drokirsokh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A aneurysm of the vessels of the testicles, Gal.19.448.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροκιρσοκήλη: ἡ, ἀνευρυσμὸς τῶν ἀγγείων τῶν κατὰ τοὺς ὄρχεις καὶ συλλογὴ ὑγροῦ κατά τι μέρος τοῦ ὀσχέου, Γαλην. τ. 19, σ. 448, § υκη΄.

Greek Monolingual

η / ὑδροκιρσοκήλη, ΝΑ
ιατρ. κιρσοκήλη με υδροκήλη, ανεύρυσμα τών αγγείων τών όρχεων και συλλογή υγρού σε τμήμα του οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κιρσοκήλη.