κνηκοφόρος
From LSJ
English (LSJ)
(sc. γῆ), ἡ,
A bearing safflower, Sammelb.4369 ii 36, al. (iii B.C.).
Greek Monolingual
κνηκοφόρος, ἡ (Α)
(ενν. γῆ) αυτή που παράγει κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Full diacritics: κνηκοφόρος | Medium diacritics: κνηκοφόρος | Low diacritics: κνηκοφόρος | Capitals: ΚΝΗΚΟΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: knēkophóros | Transliteration B: knēkophoros | Transliteration C: knikoforos | Beta Code: knhkofo/ros |
(sc. γῆ), ἡ,
A bearing safflower, Sammelb.4369 ii 36, al. (iii B.C.).
κνηκοφόρος, ἡ (Α)
(ενν. γῆ) αυτή που παράγει κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].