νυγματικός
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
ή, όν,
A suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.
Greek Monolingual
νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.