καταδιαφθείρω
English (LSJ)
A squander, τὰ πατρῷα Eup.44. 2 in Pass., to be consumed, ἐν πυρί Luc.Tim.44 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1346] verstärktes διαφθείρω; Eupolis bei Zon.; Luc. Tim. 44, v. l.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιαφθείρω: κατασπαταλῶ, τὰ πατρῷα Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 10.
French (Bailly abrégé)
c. διαφθείρω.
Étymologie: κατά, διαφθείρω.
Greek Monolingual
καταδιαφθείρω (Α)
κατασπαταλώ («καταδιαφθείρω τὰ πατρῷα» — κατασπαταλώ την πατρική περιουσία).
Russian (Dvoretsky)
καταδιαφθείρω: окончательно губить, pass. погибать (ἐν πυρί Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-διαφθείρω verteren:. ἐν πυρὶ καταδιαφθειρόμενον die in het vuur geheel verteerd wordt Luc. 25.44.