μονόκνημος

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκνημος Medium diacritics: μονόκνημος Low diacritics: μονόκνημος Capitals: ΜΟΝΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: monóknēmos Transliteration B: monoknēmos Transliteration C: monoknimos Beta Code: mono/knhmos

English (LSJ)

ον,

   A showing one shin, name of picture by Apelles, Petron.83.

Greek Monolingual

μονόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο κνήμη
2. το αρσ. ως ουσ.μονόκνημος
ονομασία εικόνας του Απελλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κνήμη.