μολυβδοκόπος

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοκόπος Medium diacritics: μολυβδοκόπος Low diacritics: μολυβδοκόπος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: molybdokópos Transliteration B: molybdokopos Transliteration C: molyvdokopos Beta Code: molubdoko/pos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A one who inscribes curses on leaden plates, Tab.Defix.100A13.

German (Pape)

[Seite 200] ὁ, Bleischläger, Inscr. 539.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδοκόπος: ὁ, ὁ σφυρηλατῶν πλάκας ἐκ μολύβδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 539· - περὶ τῆς χρήσεως τοιούτων πλακῶν εἰς ἀναθηματικὰς ἐπιγραφὰς καὶ ἀρὰς ἴδε Newton Ἁλικ. σ. 720 κἑξ.

Greek Monolingual

μολυβδοκόπος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σφυρηλατεί πλάκες από μόλυβδο ή αυτός που γράφει αναθηματικές επιγραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -κόπος].