νεφόομαι
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
Pass.,
A to be clouded over, Nic.Dam.68 J., Ph.2.21, Adam.Vent.35, Porph.Antr.27: metaph., νενεφωμένα βουλεύοντες Man.4.518.
Greek (Liddell-Scott)
νεφόομαι: Παθ., καλύπτομαι ὑπό νεφῶν, ὁ πέριξ ἀὴρ ἐνεφοῦτο Κλήμ. Ἀλ. 753, κτλ.: μεταφορ., νενεφωμένα βουλεύοντας Μανέθων 4. 518.