πτερυγοτόμος

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερῠγοτόμος Medium diacritics: πτερυγοτόμος Low diacritics: πτερυγοτόμος Capitals: ΠΤΕΡΥΓΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pterygotómos Transliteration B: pterygotomos Transliteration C: pterygotomos Beta Code: pterugoto/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A instrument for this purpose, ibid., Paul.Aeg.6.18 (also -τόμον, τό, Hermes 38.283).

German (Pape)

[Seite 809] bei Paul. Aeg. ein Instrument, die πτερύγια im Augenwinkel aufzuschneiden.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγοτόμος: ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἀποτομὴν πτερυγίου (ΙΙ. 7), Παῦλ. Αἰγ. 6. 18· - πτερυγοτομία, ἡ, ἡ τοιαύτη ἐγχείρησις, Ἰατρικ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

Greek Monolingual

ὁ, Α χειρουργικό εργαλείο για την αποκοπή πτερυγίων τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος.