συνεποκέλλω
English (LSJ)
A put on land together, Plu.2.161a.
Greek (Liddell-Scott)
συνεποκέλλω: ἐποκέλλω, ἔρχομαι πλησίον εἰς τὴν ξηρὰν ὁμοῦ, «συνεποκείλαντες (δελφῖνες) ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον» Πλούτ. 2. 161Α.
French (Bailly abrégé)
aborder ensemble.
Étymologie: σύν, ἐποκέλλω.
Greek Monolingual
Α
πέφτω στην ξηρά συγχρόνως με άλλους, εξοκέλλω από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐποκέλλω «σπρώχνω, ρίχνω έξω»].
Russian (Dvoretsky)
συνεποκέλλω: вместе причаливать к берегу Plut.