ὑποκάπνισμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A that with which one fumigates, Alex. Trall.5.4.
German (Pape)
[Seite 1219] τό, Räuchermittel, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάπνισμα: τό, τὸ πρὸς ὑποκάπνισμα ὑποκαιόμενον, Ἀλέξ. Τραλλ. 5. 261.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, ΜΑ ὑποκαπνίζω
η καιόμενη ύλη κατά τον υποκαπνισμό
μσν.
υποκαπνισμός.