προϋπεργάζομαι

Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A prepare beforehand, D.S.3.16:—Pass., προϋπείργαστο ἡ ψυχὴ πρὸς πειθαρχίαν Ph.2.94.

German (Pape)

[Seite 794] dep. med., vorher heimlich vollenden, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπεργάζομαι: ἀποθ., ἑτοιμάζω προηγουμένως, Διόδ. 3. 16.

Greek Monolingual

Α
κάνω κρυφά προηγουμένως κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπεργάζομαι «ενεργώ, κάνω κάτι κρυφά»].

Russian (Dvoretsky)

προϋπεργάζομαι: заранее подготовлять (τι Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ϋπεργάζομαι voorbewerken.