χρυσεγχής

Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A with spear of gold, Orph.H.52.11 codd. (θυρσεγχής Herm.).

German (Pape)

[Seite 1379] ές, mit goldener Lanze, Orph. H. 52, 11, wo Herm. θυρσεγχής geschrieben hat.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεγχής: -ές, ὁ ἔχων ἔγχος χρυσοῦν, Ὀρφ. Ὕμν. 51. 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσό δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ, ξίφος»), πρβλ. χαλκ-εγχής].