συνευφραίνομαι
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
Pass.,
A rejoice together, D.H.Rh.2.5, Ph.1.405; μετὰ γυναικός LXX Pr.5.18; τινι with one, D.18.217, Hdn.2.8.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνευφραίνομαι: Παθ., εὐφραίνομαι ὁμοῦ, «μὴ αὐτῶν ἀφ’ ἑαυτοῦ εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8.
Greek Monolingual
ΜΑ εὐφραίνομαι
ευφραίνομαι κι εγώ μαζί με άλλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ευφραίνομαι [σύν, εὐφραίνω] samen vrolijk zijn met, met dat.