περισίδηρος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ον,
A cased with iron, D.S.3.33.
German (Pape)
[Seite 591] rings mit Eisen umgeben, beschlagen, D. Sic. 3, 33.
Greek (Liddell-Scott)
περισίδηρος: -ον, ἔχων ὁλόγυρα σίδηρον, περικεκαλυμμένος διὰ σιδήρου, Διόδ. 3. 33.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που είναι γύρω γύρω καλυμμένος με σίδηρο, που έχει ολόγυρα σίδηρο.
Russian (Dvoretsky)
περισίδηρος: (σῐ) обитый железом (τύλοι Diod.).