περισίδηρος

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισῐδηρος Medium diacritics: περισίδηρος Low diacritics: περισίδηρος Capitals: ΠΕΡΙΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: perisídēros Transliteration B: perisidēros Transliteration C: perisidiros Beta Code: perisi/dhros

English (LSJ)

ον,

   A cased with iron, D.S.3.33.

German (Pape)

[Seite 591] rings mit Eisen umgeben, beschlagen, D. Sic. 3, 33.

Greek (Liddell-Scott)

περισίδηρος: -ον, ἔχων ὁλόγυρα σίδηρον, περικεκαλυμμένος διὰ σιδήρου, Διόδ. 3. 33.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι γύρω γύρω καλυμμένος με σίδηρο, που έχει ολόγυρα σίδηρο.

Russian (Dvoretsky)

περισίδηρος: (σῐ) обитый железом (τύλοι Diod.).