προσλιμενίζομαι

Revision as of 14:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Pass.,

   A run into harbour, Sch.rec.A.Pers.70.

Greek (Liddell-Scott)

προσλῐμενίζομαι: καὶ -εύομαι, Παθ., προσορμίζομαι, εἰσέρχομαι εἰς λιμένα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 70, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΝΑ
εισέρχομαι και αγκυροβολώ σε λιμάνι, προσορμίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λιμήν, -ένος].