Ἡλιάδης
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ου, ὁ,
A child of the Sun, Luc.Am.2; οἱ Ἡλιάδαι, an ancient family in Rhodes, Str.14.2.8, D.S.5.56.
Greek (Liddell-Scott)
Ἡλιάδης: -ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Ἡλίου, Λουκ. Ἐρωσ. 2∙ οἱ Ἡλιάδαι, ἀρχαία οἰκογένεια ἐν Ρόδῳ, Στράβ. 654, Διόδ. 5. 56. Πρβλ. ἡλιάς.
Russian (Dvoretsky)
Ἡλιάδης: ου ὁ Гелиад, сын Гелиоса Luc.