στρατηλατικός

From LSJ
Revision as of 14:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηλᾰτικός Medium diacritics: στρατηλατικός Low diacritics: στρατηλατικός Capitals: ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratēlatikós Transliteration B: stratēlatikos Transliteration C: stratilatikos Beta Code: strathlatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a commander, Procl.Par.Ptol.247.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στρατηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. στρατηλατικῶς Μ
ως στρατηλάτης.