στραγγαλάω
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
A = στραγγαλίζω, Men.1069:—Pass., LXX To.2.3, D.S.1.68 codd. στραγγᾰλ-η, ἡ, halter, S.E.P.3.15; ἐπὶ τὴν σ. πορεύεσθαι death by strangling, Plu.Agis 20; -ῃ διαφθείρειν J.AJ9.4.6: pl., ib. 6.8.2. 2 ligature, Dem.Ophth. ap. Aët.7.50.
German (Pape)
[Seite 950] = στραγγαλίζω; Menand. bei Phot.; D. Sic. 1, 68; aor., Strab. 6, 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγᾰλάω: στραγγαλίζω, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 390. - Παθ., Διόδ. 1. 68.
Russian (Dvoretsky)
στραγγᾰλάω: душить, удавливать (Men.; στραγγαληθεὶς ἐτελεύτησεν Diod.).