τρωτέον
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A one must wound, Sor.2.64.
Greek (Liddell-Scott)
τρωτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ τιτρώσκω, δεῖ τιτρώσκειν, Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. 118Α.