φιλίστωρ
From LSJ
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A fond of learning, Vett.Val.17.24; φ. λόγοι, title of work by Hierocl., Tz.H.7.716; without λόγοι, St.Byz. s. vv. Βραχμᾶνες et Ταρκυνία.
German (Pape)
[Seite 1278] ορος, lernliebend, wißbegierig, neugierig, St. B.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, φιλομαθής, περίεργος, Ἱεροκλ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξ. Βραχμᾶνες καὶ ἐν λέξ. Ταρκυνία.
Greek Monolingual
-ορος, ο, η, ΝΜ
(λόγιος τ.) φιλομαθής
νεοελλ.
αυτός που αγαπά την ιστορία και τις ιστορικές μελέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἵστωρ / ἴστωρ «γνώστης»].