φορικός

From LSJ
Revision as of 14:48, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορικός Medium diacritics: φορικός Low diacritics: φορικός Capitals: ΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: phorikós Transliteration B: phorikos Transliteration C: forikos Beta Code: foriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (φόρος)

   A rendered as tribute, σῖτος PPetr.2p.62 (iii B. C.); ὄλυρα PTeb.823.11 (ii B. C.); neut. pl. φορικά POxy.807 (i B. C./ i A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φόρος
1. αυτός που παρέχεται ως φόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τo φορικόν
(στην Αίγυπτο) είδος φόρου.