Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χορτοφάγος

From LSJ
Revision as of 14:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορτοφάγος Medium diacritics: χορτοφάγος Low diacritics: χορτοφάγος Capitals: ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: chortophágos Transliteration B: chortophagos Transliteration C: chortofagos Beta Code: xortofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating grass, EM215.57.

Greek (Liddell-Scott)

χορτοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων χόρτον, Ἐτυμ. Μέγ. 215. 57.

Greek Monolingual

-α, -ο / χορτοφάγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που τρέφεται με χορταρικά
νεοελλ.
(ειδικά) αυτός που τρέφεται με λαχανικά και φρούτα αποφεύγοντας συστηματικά τη βρώση του κρέατος, ιδίως του κόκκινου, και τών παραγώγων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -φάγος].