ψηφικός

From LSJ
Revision as of 14:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφικός Medium diacritics: ψηφικός Low diacritics: ψηφικός Capitals: ΨΗΦΙΚΟΣ
Transliteration A: psēphikós Transliteration B: psēphikos Transliteration C: psifikos Beta Code: yhfiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A involving calculations, Vett.Val.191.30, al.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψήφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).