ἀχυρῖτις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A of chaff, dub. in AP9.438.5 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 420] ιδος, fem. zu ἀχύρινος, Philp. 73 (IX, 438).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχυρῖτις: -ιδος, ἡ ἀνώμαλον θηλ. τοῦ ἀχύρινος, οἱ δὲ νέας, [κάρφας] ἀχυρίτιδας, ἀντιφέροντες..., ἐτρόχασαν Ἀνθ. Π. 9. 438.
Spanish (DGE)
(ἀχῠρῖτις) -ιδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
de paja, de salvado κάρφας ἀχυρίτιδας AP 9.438 (Phil.).
Greek Monotonic
ἀχῠρῖτις: -ιδος, ἡ, θηλ. ουσ., = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχῠρῖτις: ιδος (ᾰ) adj. f мякинная, соломенная (κάρφαι Anth.).