ἐγκαταπαίζω
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
A mock at, τινί LXX Jb.40.14(19).
German (Pape)
[Seite 706] (s. παίζω), verspotten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπαίζω: ἐμπαίζω, περιπαίζω, τινὶ Εὐσ. Ε. Ἱστ. 2. 13 ἐν τέλ., Κύριλλ.
Spanish (DGE)
burlarse c. dat. παντοίων ... κακῶν σεσωρευμέναις γυναιξίν Eus.HE 2.13.8
•en v. pas. ser ridiculizado πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ LXX Ib.40.19, cf. 41.25.
Greek Monolingual
ἐγκαταπαίζω (AM)
περιπαίζω.