ἐνδιπλόω
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
A fold in two, Gal.UP14.6,7.12 (Pass.), Sor.1.14; fold in at the edge, Paul.Aeg.6.65:—hence ἐνδίπλ-ωμα, ατος, τό, and ἐνδίπλ-ωσις, εως, ἡ, folding, Gal.11.508.
German (Pape)
[Seite 834] darin verdoppeln, Galen.
Spanish (DGE)
1 tr., medic. plegar, hacer un pliegue o doblez la piel arrugada κατὰ τὰς ῥυτίδας ἐνδιπλοῦσα τὸ δέρμα Gal.9.232, cf. Antyll. en Orib.45.2.3, Orib.50.49.1, Paul.Aeg.6.65.2, τὰ δὲ τῶν ἀνδρῶν (μόρια) ... ἐνδιπλώσας ἔσω Gal.4.159, en v. pas. ὅσα μὲν παρὰ φύσιν ἐνδεδίπλωται Gal.18(2).789.
2 en v. med. plegarse, hacerse un doblez στολίδας ... δύο ... <χει>λοειδῶς ἐνδεδιπλωμένας ref. a un útero, Sor.1.4.119, cf. 4.6.52, ἡ τραχεῖα ἀρτηρία Gal.3.559, ἡ σκληρὰ μῆνιγξ Gal.3.637.