ἀλλοιόστροφος

Revision as of 15:26, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A of irregular strophes, i.e. not consisting of alternate strophe and antistrophe, Heph.Poeëm.5.

German (Pape)

[Seite 104] aus verschiedenen Strophen, Hephaest. 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιόστροφος: -ον, ἐν τῇ λυρ. ποιήσει, ὁ ἔχων ἀκανονίστους στροφάς· δηλ. ὁ μὴ συνιστάμενος ἐκ διαδοχικῶν στροφῶν καὶ ἀντιστροφῶν, Ἡφαιστ. 9.

Spanish (DGE)

-ον de estrofas desiguales ποίημα Heph.Poëm.5.3.

Greek Monolingual

ἀλλοιόστροφος, -ον (Α)
(ποίημα) χωρίς κανονική διάταξη, χωρίς στροφή και αντιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + -στροφός < στρέ-φω].

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοιόστροφος: стих. с нерегулярно чередующимися строфами.