ἀναιδομάχας
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A ruthless in fight, κάπρος B.5.105.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιδομάχας: ὁ, ὁ μὴ συστελλόμενος ἐν τῇ μάχῃ, ὁ ἀφόβως μαχόμενος, κάπρον ἀναιδομάχαν Βακχυλ. V. 105.
Spanish (DGE)
(ἀναιδομάχᾱς) -α, ὁ
• Prosodia: [-μᾰ-]
que lucha atrozmente κάπρος del jabalí de Calidón, B.5.105.
Greek Monolingual
ἀναιδομάχας, ο (Α)
ο τολμηρός στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναιδής + -μάχας < μάχη.