ἀποτροπιαστικός
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for averting, Eust.ad D.P.723.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
conjurador φασμάτων de cierta piedra, Eust.in D.P.723.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀποτροπιαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, ο αποτρόπαιος
μσν.
ο κατάλληλος να αποτρέψει κάποιο κακό.