Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρτυσία

From LSJ
Revision as of 15:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῡσία Medium diacritics: ἀρτυσία Low diacritics: αρτυσία Capitals: ΑΡΤΥΣΙΑ
Transliteration A: artysía Transliteration B: artysia Transliteration C: artysia Beta Code: a)rtusi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A art of seasoning, cj. Mein. in Alex.36.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτῡσία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀρτύειν, καρυκεύειν δι’ ἀρτυμάτων, ὡς τὸ ὀψαρτυσία, Ἀθήν. 544Ε, πρβλ. Mein. Ἄλεξ. ἐν «Γαλατείᾳ» 1, 9, ἔνθα γράφεται ἀρτηρίαν.

Spanish (DGE)

(ἀρτῡσία) -ας, ἡ condimentación Alex.36.9 (cj.).

Greek Monolingual

ἀρτυσία, η (Α) αρτύω
η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα.