ὀφθαλμοβόρος

From LSJ
Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμοβόρος Medium diacritics: ὀφθαλμοβόρος Low diacritics: οφθαλμοβόρος Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: ophthalmobóros Transliteration B: ophthalmoboros Transliteration C: ofthalmovoros Beta Code: o)fqalmobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A picking out eyes, of the heron, Arist.HA617a9.

German (Pape)

[Seite 425] Augen fressend, Arist. H. A. 9, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοβόρος: -ον, ὁ ἐκβάλλων καὶ βιβρώσκων ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ὃ καλεῖται φῶϋξ ἢ καθ’ Ἡσύχ. πῶϋξ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 18, 2.

Greek Monolingual

ὀφθαλμοβόρος, -ον (Α)
(για ένα είδος πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμοβόρος: выклевывающий глаза (ὁ ἐρωδιός Arst.).