ὀρθοπρίων

From LSJ
Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοπρίων Medium diacritics: ὀρθοπρίων Low diacritics: ορθοπρίων Capitals: ΟΡΘΟΠΡΙΩΝ
Transliteration A: orthopríōn Transliteration B: orthopriōn Transliteration C: orthoprion Beta Code: o)rqopri/wn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ,

   A instrument for trepanning, = χοινικίς 11, Hp. ap. Gal.19.126.

German (Pape)

[Seite 375] ονος, ὁ, Gradbohrer zum Trepaniren, sonst χοινικίς, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοπρίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικόν, εἶδος πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536.

Greek Monolingual

ὀρθοπρίων, -ονος, ὁ (Α)
είδος πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη χειρουργική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πρίων, -ονος «πριόνι»].