πυρίθυμος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Full diacritics: πῠρίθῡμος | Medium diacritics: πυρίθυμος | Low diacritics: πυρίθυμος | Capitals: ΠΥΡΙΘΥΜΟΣ |
Transliteration A: pyríthymos | Transliteration B: pyrithymos | Transliteration C: pyrithymos | Beta Code: puri/qumos |
ον,
A fiery-spirited, PMag.Par.1.592.
-ον, Α
αυτός που είναι ορμητικός ή οξύθυμος σαν τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + θυμός (πρβλ. θηρό-θυμος, μεγαλό-θυμος)].