αὐλακοειδής

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλᾰκοειδής Medium diacritics: αὐλακοειδής Low diacritics: αυλακοειδής Capitals: ΑΥΛΑΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aulakoeidḗs Transliteration B: aulakoeidēs Transliteration C: avlakoeidis Beta Code: au)lakoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A furrow-like, γραμμή Eust.598.34.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλακοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα αὔλακος, Εὐστ. σ. 455. 37.

Spanish (DGE)

-ές en forma de surco, γραμμή Eust.598.25.

Greek Monolingual

και αυλακώδης, -ες (Μ αὐλακοειδής και αὐλακώδης, -ες)
αυτός που έχει σχήμα αυλακιού.