μαλακόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόφθαλμος Medium diacritics: μαλακόφθαλμος Low diacritics: μαλακόφθαλμος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: malakóphthalmos Transliteration B: malakophthalmos Transliteration C: malakofthalmos Beta Code: malako/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A soft-eyed, f.l. in Theodect.6.1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακοὺς ὀφθαλμούς, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε· ἡμαρτημ. γραφ. (ὡς δεικνύει τὸ μέτρον) ἀντὶ καλόφθαλμος κ.τ.τ.

Greek Monolingual

μαλακόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τρυφερό βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ὀφθαλμός.