μεθυσοχάρυβδις

Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,

   A wine-charybdis, nickname for a drunken woman, Com.Adesp.1077.

German (Pape)

[Seite 114] ἡ, die Wein-Charybdis, kom. für Weinsäuferinn, Phryn. in B. A. 51.

Greek (Liddell-Scott)

μεθῠσοχάρυβδις: [ᾰ], -ιος, ἡ, κρασοχάρυβδις, κωμικὸν ὄνομα μεθυούσης γυναικός, Κωμ. Ἀνώνυμ. 271· πρβλ. ποντοχάρυβδις.

Greek Monolingual

μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α)
1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη
2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις].