λιμενουργία
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ἡ,
A harbour-making, Tz.H.11.621.
German (Pape)
[Seite 47] ἡ, der Hafenbau, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενουργία: ἡ, ἡ κατασκευὴ λιμένων, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 621.
Greek Monolingual
λιμενουργία, ἡ (Μ)
η λιμενοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + -ουργία (< -ουργός < ἔργον)].