προσωποποιός

From LSJ
Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωποποιός Medium diacritics: προσωποποιός Low diacritics: προσωποποιός Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: prosōpopoiós Transliteration B: prosōpopoios Transliteration C: prosopopoios Beta Code: proswpopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A mask-maker, Com.Adesp.332.

German (Pape)

[Seite 790] 1) zur Person machend, abstracte Begriffe od. leblose Dinge in menschliche Sprache und Handlungsweise einkleidend, dramatisirend, Sp. – 2) Masken, Larven machend, Poll. 4, 115.

Greek (Liddell-Scott)

προσωποποιός: -όν, ὁ προσωποποιῶν, τινὸς Μεθόδ. 367Α· ὁ ποιῶν προσωπεῖα, σκευοποιός, Πολυδ. Β´, 47, Δ´, 115.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός παριστάνει με δραματικό τρόπο άψυχα πράγματα ή αφηρημένες έννοιες ως πρόσωπα τα οποία διαλέγονται ή δρουν
2. το αρσ. ως ουσ.προσωποποιός
αυτός που κατασκευάζει προσωπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + -ποιός].