χρυσεῖον

Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

τό,

   A gold-mine, Plb.34.10.10: pl. χρυσεῖα gold-mines, X. HG4.8.37, Plb.3.57.3, etc.: gen. pl. written χρυσέων, PSI6.601.10 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1379] τό, 1) Goldgrube, Goldbergwerk, Pol. 34, 10, 10; gew. im plur., χρυσείων μετάλλων Thuc. 4, 105; Xen. Hell. 4, 8,37. 5, 2,12; Pol. 3, 57, 3. – 2) Werkstätte eines Goldarbeiters, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεῖον: τό, ἐργαστήριον χρυσοχόου, Στράβ. 146. ΙΙ. μεταλλεῖον χρυσοῦ (ἴδε ἐν λέξ. χρύσεος Ι. 2), Πολύβ. 34. 10, 10· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χρυσεῖα, χρυσωρυχεῖα, μεταλλεῖα χρυσοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 37, Πολύβ. 3. 57, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mine d’or.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χρυσέον, τὸ, Α
1. εργαστήριο χρυσοχόου
2. χρυσωρυχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντ-εῖον)].

Greek Monotonic

χρῡσεῖον: τό (χρυσός
I. εργαστήριο χρυσοχόου, σε Στράβ.
II. μεταλλείο χρυσού, σε πληθ., χρυσεῖα, χρυσωρυχεία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεῖον: τό преимущ. pl. золотой рудник Xen. etc.

Middle Liddell

χρῡσεῖον, ου, τό, χρυσός
I. a goldsmith's shop, Strab.
II. a gold-mine: in pl. χρυσεῖα, gold-mines, Xen.