ἐλαφοκτόνος

Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A deer-killing, θεά E.IT1113 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 792] hirschtödtend, Artemis, Eur. I. T 1113.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰφοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἐλάφους, Εὐρ. Ι. Τ. 1113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les cerfs.
Étymologie: ἔλαφος, κτείνω.

Spanish (DGE)

-ον
matador de ciervos θεά de Ártemis, E.IT 1113, cf. A.D.Adu.189.8.

Greek Monolingual

-ο (AM ἐλαφοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει ελάφια (επίθ. της Αρτέμιδος).

Greek Monotonic

ἐλᾰφοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει ελάφια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰφοκτόνος: убивающий оленей (θεά = Ἄρτεμις Eur. - v. l. Ἑλλανοφόνος).

Middle Liddell

ἐλᾰφο-κτόνος, ον κτείνω
deer-killing, Eur.