ἐλαφοκτόνος
English (LSJ)
ον,
A deer-killing, θεά E.IT1113 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 792] hirschtödtend, Artemis, Eur. I. T 1113.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰφοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἐλάφους, Εὐρ. Ι. Τ. 1113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les cerfs.
Étymologie: ἔλαφος, κτείνω.
Spanish (DGE)
-ον
matador de ciervos θεά de Ártemis, E.IT 1113, cf. A.D.Adu.189.8.
Greek Monolingual
-ο (AM ἐλαφοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει ελάφια (επίθ. της Αρτέμιδος).
Greek Monotonic
ἐλᾰφοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει ελάφια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰφοκτόνος: убивающий оленей (θεά = Ἄρτεμις Eur. - v. l. Ἑλλανοφόνος).