ἡμιστρόγγυλος

Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A half-round, Id.Ocyp. 97.

German (Pape)

[Seite 1170] halbrund, Luc. Ocyp. 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιστρόγγῠλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ στρογγύλος, τομή Λουκ. Ὠκυπ. 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié rond.
Étymologie: ἡμι-, στρογγύλος.

Greek Monolingual

ἡμιστρόγγυλος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ στρογγυλός, μισοστρόγγυλος.

Greek Monotonic

ἡμιστρόγγῠλος: -ον, ο κατά το ήμισυ στρογγυλός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιστρόγγῠλος: полукруглый (τομή Luc.).

Middle Liddell

ἡμι-στρόγγῠλος, ον
half-round, Luc.