ἐπίκλιντρον
English (LSJ)
τό,
A couch, arm-chair, Ar.Ec.907 (lyr.), Fr.44, IG22.1541.26 (iv B.C.); but, straight-backed chair, Gal.18(1).344. II. back of a couch or chair, IG11 (2).144 A 66, B 8 (Delos, iv B.C.), Gp.13.14.9.
German (Pape)
[Seite 950] τό, zum Anlehnen, Boden- od. Rücklehne der Bettstelle, Ar. Eccl. 907; nach Phryn. 130 attisch für ἀνάκλιντρον; vgl. auch Poll. 6, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλιντρον: τό, ἀνάκλιντρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 907, Ἀποσπ. 145· ― «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον, ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη» Πολυδ. ϛʹ, 9· κατὰ Φρύνιχ. (σ. 130) «ἐπίκλιντρον ῥητέον, οὐκ ἀνάκλιντρον», ἴδε σημ. Λοβεκκίου αὐτόθι σ. 132.
Greek Monolingual
ἐπίκλιντρον, τὸ (Α) επικλίνω
1. ανάκλιντρο, είδος καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει
2. κάθισμα με όρθια πλάτη
3. η πλάτη του καθίσματος, το ερεισίνωτο.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκλιντρον: τό ложе, постель Arph.